- Ραμπάτ
- το г. Рабат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μπεν Μπαρκά, Μεχντί — (Ραμπάτ 1920 – 1965;). Μαροκινός πολιτικός. Καθηγητής μαθηματικών, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του Κόμματος για την Ανεξαρτησία (Iστικλάλ), από το οποίο έφυγε το 1959 για να δημιουργήσει ένα πολιτικό σχήμα, την Εθνική Ένωση Λαϊκών Δυνάμεων, που… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Αμμάν — Πόλη (1.415.000 κάτ. το 1999) και πρωτεύουσα του βασιλείου της Ιορδανίας και του ομώνυμου διοικητικού διαμερίσματος (8.231 τ. χλμ., 1.864.450 κάτ. το 1999), χτισμένη προς το βορειοδυτικό άκρο του άξενου υπεριορδανικού οροπεδίου. Πολύ παλιά πόλη,… … Dictionary of Greek
Γιακούμπ αλ Μανσούρ — (1160; – 1199). Άραβας ηγεμόνας της Ισπανίας και της Αφρικής (1184 99). Ανήκε στη δυναστεία των Αλμοαδών ή Αλμοχαδών. Ο Γ.α.Μ. συνέχισε τον πόλεμο (1190 91) που είχαν αρχίσει οι προηγούμενοι ηγεμόνες και νίκησε τα στρατεύματα του Αλφόνσου Η’,… … Dictionary of Greek
Ζιέν, Αλφόνς — (Alphonse Juin, 1888 – 1967). Γάλλος στρατάρχης. Τελείωσε τη στρατιωτική σχολή του Σεν Σιρ το 1912 και πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στο Μαρόκο. Το 1918 διορίστηκε σύνδεσμος της Γαλλίας με τον αμερικανικό στρατό. Φοίτησε έπειτα στη Σχολή… … Dictionary of Greek
Μάγρεμπ — (Maghreb ή Maghrib = Δύση). Αραβικός όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται γενικά οι δυτικές χώρες του μουσουλμανικού κόσμου, εκείνες που στη βόρεια Αφρική περιλαμβάνονται μεταξύ του Ατλαντικού ωκεανού και της Αιγύπτου και μεταξύ της Μεσογείου και… … Dictionary of Greek
Μαρακές — (Marrakesh / Marrakech). Πόλη (672.506 κάτ. το 1994) του κεντροδυτικού Μαρόκου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (31.160 τ. χλμ., 2.951.000 κάτ. το 2000). To M. είναι η τέταρτη σε πληθυσμό πόλη της χώρας, ενώ αποτελεί σημαντικό εμπορικό και… … Dictionary of Greek
Μπεν Μπελά, Αχμέτ — (Mαρνία, Οράν 1919 –). Αλγερινός επαναστάτης και πολιτικός. Υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές του αγώνα ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μέλος του Κινήματος για τον Θρίαμβο των Δημοκρατικών Ελευθεριών το 1946… … Dictionary of Greek
Ταγγέρη — (Τανία αραβικά, Tanger γαλλικά). Πόλη (187.894 κάτ., οι μισοί από τους οποίους μουσουλμάνοι) του βόρειου Μαρόκου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.195 τ. χλμ., 509.000 κάτ.), και ένα από τα κυριότερα λιμάνια της βορειοδυτικής αφρικανικής ακτής … Dictionary of Greek
Φεζ — (αραβικά Φας). Πόλη (941.800 κατ.) του βόρειου Μαρόκου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.659.900 κάτ., 19.795 τ. χλμ.). Χτισμένη σε μια εύφορη και πλούσια σε νερά κόγχη κοντά στους βόρειους πρόποδες του Μέσου Άτλαντα, η πόλη κατέχει θαυμάσια… … Dictionary of Greek